- αιμοσιδηρίνη
- Άμορφη αιμοσφαιρινογενής χρωστική, πιθανότατα οξείδιο του σιδήρου, χαλαρά ενωμένο με λεύκωμα σε κολλοειδή μορφή. Με τη φθορά των ερυθρών αιμοσφαιρίων και τη διάσπαση της αιμοσφαιρίνης, το αιμοχρωμογόνο οξειδώνεται σε αιματίνη από τη σιδηρούχο ομάδα της οποίας παράγεται η α., που διαφέρει από την αιμοσφαιρίνη. Η α. προκαλεί τοπικές βλάβες στον οργανισμό (υποδόρια αιματώματα, ενδοδερμικές αιμορραγίες, χρόνιες φλεβικές στάσεις στις κνήμες) καθώς και βλάβες στα κύτταρα πολλών οργάνων (αιμοσιδηρίαση).
Dictionary of Greek. 2013.