αιμοσιδηρίνη

αιμοσιδηρίνη
Άμορφη αιμοσφαιρινογενής χρωστική, πιθανότατα οξείδιο του σιδήρου, χαλαρά ενωμένο με λεύκωμα σε κολλοειδή μορφή. Με τη φθορά των ερυθρών αιμοσφαιρίων και τη διάσπαση της αιμοσφαιρίνης, το αιμοχρωμογόνο οξειδώνεται σε αιματίνη από τη σιδηρούχο ομάδα της οποίας παράγεται η α., που διαφέρει από την αιμοσφαιρίνη. Η α. προκαλεί τοπικές βλάβες στον οργανισμό (υποδόρια αιματώματα, ενδοδερμικές αιμορραγίες, χρόνιες φλεβικές στάσεις στις κνήμες) καθώς και βλάβες στα κύτταρα πολλών οργάνων (αιμοσιδηρίαση).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διαβήτης — I (Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές. Ο σακχαρώδης δ …   Dictionary of Greek

  • σιδηρίαση — (Ιατρ.). Εναπόθεση σιδήρου ή χρωστικών που περιέχουν σίδηρο εντός των ιστών. Οι σημαντικότερες παθολογικές μορφές είναι η πνευμονική σ. και η αιμοσιδηρίαση. Η πρώτη συναντιέται σε άτομα που εκθέτονται για πολύ σε σιδηροφόρο κονιορτό, δημιουργεί… …   Dictionary of Greek

  • σιδηρίνη — η, Ν (βιοχ.) πρωτεΐνη που, μαζί με την φερριτίνη, συμμετέχει στην δέσμευση τού μη αιμινικού σιδήρου τών ιστών, αλλ. αιμοσιδηρίνη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”